Τα θύματα που σωπαίνουν για πάντα ή καθυστερούν να αποκαλύψουν

Η ανθρώπινη ύπαρξη πάντοτε συνοδευόταν από περιπτώσεις ανήλικων ή και ενήλικων ατόμων που βίωσαν σεξουαλική κακοποίηση. Τα εγκλήματα σεξουαλικής φύσεως, συχνά, στερούνται άλλων αποδεικτικών στοιχείων πέραν της μαρτυρίας των ίδιων των θυμάτων. Ουσιαστικά αναφερόμαστε σε περιπτώσεις στις οποίες οι μόνοι που έχουν γνώση των πραγματικών γεγονότων είναι το θύμα και ο δράστης της κακοποίησης. 

Είναι πολύ σύνηθες για τα θύματα να καθυστερούν να αποκαλύψουν το τραυματικό γεγονός ή ακόμα να μην βρίσκουν ποτέ το θάρρος να το κάνουν. Η τάση για μυστικοπάθεια είναι συχνό χαρακτηριστικό των θυμάτων και είναι σημαντικά μειωμένο το ποσοστό που προχωρά σε καταγγελία. Είναι πολύ συχνό τα άτομα που έχουν υποστεί σεξουαλική κακοποίηση να αποφεύγουν τον δράστη, να αρνούνται ή να υποτιμούν τη σοβαρότητα της κατάστασης ή να προσπαθούν να ξεχάσουν ή και να υπομείνουν τη συμπεριφορά.

Τα θύματα σεξουαλικής κακοποίησης δεν μιλάνε έγκαιρα γιατί:

1. Αισθάνονται ντροπή

Η ντροπή είναι το πλέον κεντρικό συναίσθημα όταν ένα άτομο κακοποιείται σεξουαλικά. Η αίσθηση ντροπής οδηγεί συχνά τα θύματα να κατηγορούν τον εαυτό τους για την κακοποίηση. Η ντροπή μπορεί να οδηγήσει ένα θύμα στην προσπάθεια να ξεχάσει το περιστατικό, να προσποιείται ότι δε συνέβη ποτέ και να κλειστεί στον εαυτό του.

2. Βρίσκονται σε άρνηση

Σύνηθες στη ζωή κάθε ανθρώπου η άρνηση απέναντι σε δυσάρεστα γεγονότα (πένθος, ασθένεια, βία). Τα θύματα αρνούνται ή και δεν αναγνωρίζουν το μέγεθος της ζημιάς που τους έχει προκαλέσει η σεξουαλική κακοποίηση και πείθουν τους εαυτούς τους
να ξεχάσουν και να προχωρήσουν.

3. Φοβούνται τις συνέπειες

Ο φόβος των επιπτώσεων είναι ένα τεράστιο εμπόδιο στην αποκάλυψη της κακοποίησης. Φόβος ότι θα «κάνουν ζημιά» στην οικογένεια τους, φόβος ότι θα χάσουν την αξιοπιστία τους, φόβος για τη σωματική τους ακεραιότητα, φόβος ότι δε θα γίνουν πιστευτά ή – όσο αφορά ενήλικες – φόβος ότι θα χάσουν τη δουλειά τους και γενικά ότι θα υποστούν αντίποινα λόγω της απόφασής τους να αναφέρουν την κακοποίηση.

4. Δυσκολεύονται να ανακαλέσουν ή αναγνωρίσουν την κακοποίηση

Η ανάπτυξη και γνώση των παιδιών για τα σεξουαλικά θέματα και η ευάλωτη λειτουργία της μνήμης είναι δύο παράγοντες που καθιστούν δύσκολο για τα παιδιά, αλλά και για τους ενήλικες, να αναγνωρίζουν ενδείξεις ή συμπεριφορές που οδηγούν στην σεξουαλική κακοποίηση ή/και να ανακαλέσουν τραυματικά σεξουαλικά γεγονότα.

5. Αντιμετωπίζεται «εχθρικά» η αρχική αναφορά / αποκάλυψη

Η αρχική αντιμετώπιση που είχε το θύμα σεξουαλικής κακοποίησης διαδραματίζει ρόλο στην εξέλιξη της διαδικασίας αποκάλυψης. Αν αποθαρρύνθηκε ή εκφοβίστηκε να μην καταγγείλει την κακοποίηση τότε είναι πιθανόν να επιλέξει την σιωπή. Η σιωπή του θύματος μπορεί να προκληθεί από την προσέγγιση – αντιμετώπιση που θα έχει από το συγγενικό ή φιλικό πρόσωπο στο οποίο αποκάλυψε την κακοποίηση ή ακόμα και από την διαχείριση και αντιμετώπιση που έτυχε ως άτομο από έναν επαγγελματία.

Τέλος, είναι πολύ δυσάρεστο όταν ακούμε απόψεις με τις οποίες χρεώνεται ευθύνη στα θύματα και εκφράσεις τύπου «τι έκαναν τόσα χρόνια και γιατί περίμεναν μέχρι τώρα για να μιλήσουν; Αντί να συνεχίσουμε να επικεντρωνόμαστε στην προσπάθεια να καταλάβουμε γιατί τα θύματα δεν προχωρούν σε έγκαιρη αναφορά, θα ήταν πολύ καλύτερο να διερωτηθούμε γιατί επιτρέπουμε στους δράστες να συνεχίζουν να κακοποιούν σεξουαλικά άτομα που βρίσκονται σε ευάλωτη θέση.

Εάν υποψιάζεστε ότι κάποιο παιδί βιώνει κακοποίηση, μπορείτε να επικοινωνήσετε δωρεάν  με τη Γραμμή Βοήθειας του Hope For Children 1466 σε 24ωρη βάση για να λάβετε στήριξη και καθοδήγηση.